αλιμενία

αλιμενία
η отсутствие портов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλιμενία" в других словарях:

  • ἀλιμενία — ἀλιμενίᾱ , ἀλιμενία want of harbours fem nom/voc/acc dual ἀλιμενίᾱ , ἀλιμενία want of harbours fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιμενία — ἀλιμενία, η (Α) [ἀλίμενος] έλλειψη λιμανιών …   Dictionary of Greek

  • ἀλιμενίαν — ἀλιμενίᾱν , ἀλιμενία want of harbours fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίμενος — η, ο (Α ἀλίμενος, ον) (για ακτή ή χώρα) που δεν έχει λιμάνι αρχ. αυτός που δεν παρέχει άσυλο, καταφύγιο, ο αφιλόξενος («ἀλίμενα ὄρη», «ἀλίμενος καρδία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιμήν, ένος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλιμενία, ἀλιμενότης] …   Dictionary of Greek

  • αλιμενότης — ἀλιμενότης, η (Α) [ἀλίμενος] η αλιμενία* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»